- ισοβάθμιος
- ισοβάθμιος, -α, -ο και ισόβαθμος, -η, -οαυτός που έχει τον ίδιο βαθμό με κάποιον άλλο: Ισοβάθμιοι υπάλληλοι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ισοβάθμιος — ια, ιο αυτός που έχει τον ίδιο βαθμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσόβαθμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Ιω. Αργυριάδη] … Dictionary of Greek
ισόβαθμος — η, ό ισοβάθμιος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + βαθμός. Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κων/νο Κούμα] … Dictionary of Greek
ομότιμος — η, ο (ΑΜ ὁμότιμος, ον) αυτός στον οποίο αποδίδονται οι ίδιες τιμές, αυτός που τιμάται εξίσου, ισότιμος («μακάρων ὁμότιμος... ἔσται Διόνυσος», Νόνν.) νεοελλ. φρ. «ομότιμος καθηγητής πανεπιστημίου» τίτλος που απονέμεται σε καθηγητή πανεπιστημίου ο… … Dictionary of Greek